- ἐξέδετο
- ἐξέδετο, ἐξεδόμην s. ἐκδίδωμι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐξέδετο — ἐκ ἔδω eat imperf ind mp 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)